- λυπώ
- 1) attrister2) chagriner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
λυπώ — λυπώ, λύπησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
λυπώ — (AM λυπῶ, έω) 1. κάνω κάποιον να αισθανθεί λύπη, προξενώ θλίψη, δυσαρεστώ, πικραίνω (α. «μέ λύπησε πολύ η συμπεριφορά του» β. «τῶν δὲ πημονῶν μάλιστα λυποῡσ αἳ φανῶσ αὐθαίρετοι», Σοφ. γ. «ἄγαν με λυπεῑς καὶ σὺ καὶ τὸ σὸν λέχος», Σοφ.) 2. μέσ.… … Dictionary of Greek
λυπώ — λύπησα, λυπήθηκα, λυπημένος 1. θλίβω, πικραίνω, δυσαρεστώ: Η αχαριστία του με λύπησε. 2. το μέσ., λυπούμαι και λυπάμαι, α. ως αμτβ., αισθάνομαι λύπη, δυσαρεστούμαι: Λυπήθηκα που δεν ήρθες. β. ως μτβ., συμπονώ κάποιον: Τον λυπήθηκε και του έδωσε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυπῶ — λῡπῶ , λυπέω grieve pres subj act 1st sg (attic epic doric) λῡπῶ , λυπέω grieve pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
оскърбити — ОСКЪРБ|ИТИ (40), ЛЮ, ИТЬ гл. 1.Огорчить, опечалить: Чѧдо застѹпи въ стар‹о›сть оц҃ѧ своѥго. и не ѡскърби ѥго въ животѣ ѥго. (μὴ λυπήσῃς) Изб 1076, 156 об.; Аще кто вещь ми врѹчити дерз(н)еть. заповѣдав ми. никомѹже рещи. и инъ заклинаѥть мѧ рещи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
αλγύνω — ἀλγύνω (Α) 1. ενεργ. προξενώ σωματικό ή ψυχικό πόνο, στενοχωρώ, λυπώ, θλίβω 2. παθ. αισθάνομαι σωματικό ή ψυχικό πόνο, θλίβομαι, λυπούμαι, ταλαιπωρούμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλγος. ΠΑΡ. αρχ. ἀλγυνσις, ἀλγυντήρ] … Dictionary of Greek
αλύπητος — η, ο (Α ἀλύπητος, ον) αυτός που δεν λυπάται ή δεν λυπήθηκε, ο άλυπος νεοελλ. 1. αυτός που δεν αισθάνεται λύπη για τους άλλους, ανελέητος, άσπλαχνος, άπονος, σκληρός 2. αυτός που δεν αξίζει να τόν λυπηθεί, να τόν σπλαχνιστεί κανείς 3. αφειδής,… … Dictionary of Greek
αχέω — (I) ἀχέω και ἀχεύω (παθ. ἄχομαι, ἄχνυμαι, ἀκαχίζομαι) (Α) Ι. 1. στενάζω, θρηνώ 2. στενοχωριέμαι, λυπάμαι 3. λυπώ, δυσαρεστώ, στενοχωρώ II. παθ. 1. λυπάμαι για κάτι 2. θρηνώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Οι λέξεις αυτές αποτελούν μία εκφραστική ομάδα, της οποίας η… … Dictionary of Greek
βαρώ — ( άω και έω) (AM βαρῶ, έω, Μ και άω) 1. πιέζω με το βάρος μου 2. ενοχλώ, λυπώ μσν. νεοελλ. 1. χτυπώ, πλήττω 2. σημαίνω, χτυπώ («βαρούν τις καμπάνες», «βαράει η καμπάνα») 3. έχω βάρος, ζυγίζω 4. φρ. «βαράω λουμπάρδα, τουφεκιές» πυροβολώ νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek
εισμαίομαι — εἰσμαίομαι (Α) λυπώ, συγκινώ … Dictionary of Greek